- αστιγματικός
- astigmate
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αστιγματικός — ή, ό 1. αυτός που πάσχει από αστιγματισμό 2. όποιος έχει την ιδιότητα του αστιγματικού 3. εκείνος που διορθώνει τον αστιγματισμό («αστιγματικοί φακοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α στερ. + στίγμα ( τος) + (κατάλ.) ικος* πρβλ. αγγλ. astigmatic(al) … Dictionary of Greek
αστιγματικός — ή, ό 1. αυτός που πάσχει από αστιγματισμό (βλ. λ.). 2. αυτός που διορθώνει τον αστιγματισμό: Φορούσε αστιγματικούς φακούς, επειδή έπασχε από αστιγματισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek